Αναδημοσίευση του άρθρου της Β. Χατζηγεωργίου-Χασιώτη στο βιβλίο “Μνήμη Γ.Π. Σαββίδη – Θέματα Νεοελληνικής Φιλολογίας”
Η όλο και συμβιβαστικότερη στάση Βρεττανικού Αστέρος έναντι του «συστήματος» δεν πέρασε απαρατήρητη από τους αναγνώστες του. Σε άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο Παράρτημα της 13ης Φεβρουαρίου 1862, ο Ξένος προσπαθεί απολογούμενος να απορρίψει όσα του καταμαρτυρούσαν σε επιστολές τους οι συνδρομητές της εφημερίδας, οι οποίοι «την σιωπήν αυτού απέδωκαν εις συστολήν, ωσανεί ώφειλε να συστέλληται ο την αλήθειαν λέγων, εις φόβον, ωσανεί η καθ΄ εκατοντάδας χιλιάδων δαπανώσα τας δραχμάς εφημερίς εφοβείτο την κατάσχεσιν δεκαπέντε φύλλων αυτής υπό του κυρίου εισαγγελέως […]»
Παρά τη συνηγορία και την προβολή του ζητήματος η βρετανική κυβέρνηση δεν υποχώρησε, και ο Ξένος αναγκάστηκε, όπως είχε προβλέψει, να διακόψει την έκδοση του κανονικού φύλλου του Βρεττανικού Αστέρος εξαιτίας των ζημιών που υπέστη. Περιορίστηκε λοιπόν στην παρουσίαση των σπουδαιότερων φάσεων της περιπέτειάς του στις στήλες του τελευταίου πια Πολιτικού Παραρτήματος της εφημερίδας του, που κυκλοφόρησε τρεις μέρες μετά την αφιερωμένη σ΄αυτήν συνεδρίαση του βρετανικού Κοινοβουλίου και στο οποίο ανήγγειλε την «επί τινα καιρόν» διακοπή της. Η αναγγελία συνοδεύτηκε με ένα γεμάτο πάθος άρθρο του, με το οποίο υπογράμμιζε την ανάγκη να γίνουν γνωστά στην Αγγλία τα δεινά των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε πείσμα μερικών Βρεττανών πολιτικών, που, όπως ο Layard, προσπαθούσαν να εμφανίσουν την Τουρκία κατάλληλη για μεταρρυθμίσεις και γενναιόδωρες οικονομικές ενισχύσεις: «Λοιπόν οφείλομεν και ημείς» γράφει, «άνευ παθών, άνευ κομματισμών να επασχολήθώμεν, ίνα αποδείξωμεν προς το αγγλικόν έθνος, λόγω τε και έργω και ουχί διά κενών φρασιολογιών [!], ότι όσα ο κ. Λάυαρδ αγορεύων υπέρ της Τουρκίας λέγει ουδέν έτερόν εισιν ή μύθοι της Χαλιμάς ότι εκμεταλλεύεται την άγνοιαν και την ευπιστίαν του έθνους του ότι η Τουρκία διατελεί εις κατάστασιν δεκάκις χείρονα και οικτροτέραν ή προ του Κριμαϊκού Πολέμου, ότι αι συνθήκαι των Παρισίων, αντί να βελτιώσωσιν, τουναντίον παρέλυσαν αυτήν μη εφαρμοσθείσαι, και παρέδωσαν δέκα εκατομμύρια χριστιανών εις την φανατικήν λύσσαν των πασσάδων, των αγάδων και τω βέηδων των επαρχιών. Δεν ομιλούμεν περί Κωνσταντινουπόλεως, καθότι φαίνεται ότι ο Λάυαρδ εφένδης και οι λοιποί της Τουρκίας χριστιανομάχοι συνήγοροι περιορίζουσιν ολόκληρον το οθωμανικόν κράτος εις του Βοσπόρου μεγαλούπολιν, εις τας καλλονάς αυτού, εις τον Φουάτ πασσάν, τον Αχμέτ εφέντην και ολίγους Ευρωπαίους του Βουγιουκδερέ αλλ΄εννοούμεν τας επαρχίας […], εννοούμεν εκείνους οίτινες, ενόσω τα χρέη της Τουρκίας πολλαπλασιάζονται, τόσω βαθυτέραν ταλαιπωρίαν έχουσι να υπομείνωσιν». Ας σημειωθεί εδώ ότι όσα έγραφε ο Ξένος για τη μελλοντική τύχη των τουρκικών δανείων επαληθεύτηκαν κατά το μεγαλύτερο τους μέρος με τις αλλεπάλληλες πτωχεύσεις της Αυτοκρατορίας (από το 1875 κ.εξ.). Η φιλοτουρκική στάση εξάλλου του Layard έγινε σαφέστατη λίγα χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβε (στο διάστημα μεταξύ του Απριλίου του 1878 και του 1880) τη βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας ενεργό μέρος στη διαμόρφωση της πολιτικής της χώρας του κατά τη μεγάλη χρίση του Ανατολικού Ζητήματος του 1878: Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της κρίσης δημιουργούσε προβλήματα στις ελληνικές θέσεις, ευνοώντας, αντίθετα, τις τουρκικές.
Στις 9 Ιουλίου 1860 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το πρώτο φύλλο της εβδομαδιαίας 24σέλιδης ελληνικής «πολιτικής, δικαστικής, εμπορικής, φιλολογικής, ποικίλης και μετά εικονογραφιών» εφημερίδας «Ο Βρεττανικός Αστήρ». Εκδότης και βασικός συντάκτης της ο Στέφανος Ξένος (1821-1894), γνωστός συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Η έκδοση του Βρεττανικού Αστέρος, προπάντων κατά την πρώτη, την αγγλική περίοδο της κυκλοφορίας του (δηλαδή από το 1860 ως το 1862), αποτέλεσε αναμφισβήτητα σταθμό στην ιστορία του ελληνικού τύπου, τόσο από την άποψη του περιεχομένου του όσο και από την άποψη της ποιότητας της εκτύπωσής του. Στις στήλες του Βρεττανικού Αστέρος ο Ξένος παρουσίασε ένα πλουσιότατο και εντυπωσιακά εικονογραφημένο ειδησεογραφικό και εγκυκλοπαιδικό υλικό για ποικίλα θέματα και γεγονότα της εποχής του. Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού αυτού (συμπεριλαμβανομένου και του εικονογραφικού), το σταχυολογούσε από βρετανικές κυρίως εφημερίδες και περιοδικά, προσαρμόζοντάς το όμως ως ένα βαθμό στα ενδιαφέροντα και στις ανάγκες των Ελλήνων αναγνωστών. Ένα σημαντικό πάντως τμήμα των δημοσιευμένων κειμένων -κυρίως η σχολιασμένη αρθρογραφία για ζητήματα της Ελλάδας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γενικότερα της Νοτιοανατολικής, Ευρώπης- γράφτηκε από τον Ξένο. Στον ίδιο ανήκαν και τα παρουσιαζόμενα σε συνέχειες ιστορικά κείμενα και αφηγήματα (όπως π.χ. τα πεζογραφήματα Ο Έλλην πειρατής, ο Αντώνιος Μελιδώρης και ο Αλή πασσάς. Τέλος, μερικές συνεργασίες ανήκαν σε άλλους Έλληνες τακτικούς ανταποκριτές του Βρεττανικού Αστέρος ή και σε περιστασιακούς συνεργάτες του.
Η εφημερίδα εμφανιζόταν να τυπώνεται σε ιδιαίτερο ελληνικό τυπογραφείο του Λονδίνου (Ελληνικόν Τυπογραφείον του «Βρεττανικού Αστέρος», 33 Brompton Square), με διευθυντή τον L. Roussin. O Louis Roussin είχε αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας με βάση ειδικό συμφωνητικό, που είχε υπογράψει με τον Ξένο στο Λονδίνο στις 19 Ιανουαρίου 1860. Αλλά, όπως φαίνεται από την πάγια, υποχρεωτική καταχώριση στο κάτω άκρο της τελευταίας σελίδας της εφημερίδας, Ο Βρεττανικός Αστήρ εκτυπωνόταν ως τις 3 Νοεμβρίου 1860, στις εγκαταστάσεις του Joseph Clayton (17, Bouverie Street, in the Precinct of Whitefriars) με εκδότη (publisher) αρχικά τον Ebenezer Landells και, από τον Οκτώβριο του 1860, τον Charles Bradberry. Πάντως, εκτός από τον Roussin και τους τυπογράφους αυτούς, ο Ξένος χρησιμοποίησε και άλλους συνεργάτες (στοιχειοθέτες, μεταφραστές και χαράκτες), από τους οποίους άλλους προσέλαβε στην Αγγλία και άλλους έφερε ειδικά για την εφημερίδα του από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με την αγγελία που κυκλοφόρησε στα ελληνικά και αγγλικά λίγους μήνες πριν από την έκδοση του Βρεττανικού Αστέρος και το προλογικό άρθρο του εκδότη στο πρώτο τεύχος του, η έκδοση απέβλεπε κυρίως σε δύο στόχους: Από το ένα μέρος, στην ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας για τις επιτεύξεις των δυτικών ανεπτυγμένων κρατών και συνεπώς και στον εξευρωπαϊσμό της και, από το άλλο, στην προβολή «των εθνικών συμφερόντων» της Ελλάδας στο αγγλικό κοινό: «…Ήτον επάναγκες», γράφει με την ιδιόμορφη φρασεολογία του στο κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου του Βρεττανικού Αστέρος, «να καθιδρυθή εν τω κέντρω της Ευρώπης όργανόν τι, το οποίον ως έμφρων διερμηνεύς εξ ενός να μεταδίδη […] τα γεγονότα της ημέρας, τα φώτα και τας τελειοποιήσεις της σοφής Ευρώπης, και ως ειλικρινής αντιπρόσωπος εξάλλου ν΄ αγορεύη αείποτε υπέρ των συμφερόντων ημών (των Ελλήνων) προς τους διέποντας ήδη την τύχην των Εθνών».
Ο ασθενής νέος: μία από τις πανέμορφες ξυλογραφίες του «Βρεττανικού Αστέρος» |
Καθόλκη λέμβου εις τα ανατολικά παράλια της Αγγλίας εν ώρα χειμώνος |
Ο δεύτερος στόχος δεν φαίνεται να καλύφθηκε με επάρκεια: Παρά τους ισχυρισμούς του εκδότη, ότι ο Βρεττανικός Αστήρ «ήρξατο να λαμβάνη υποδοχήν εις το Αγγλικόν κοινόν και να κυκλοφορή μεταξύ των λογίων του (βρετανικού) έθνους», η εφημερίδα απευθυνόταν κυρίως σε Έλληνες συνδρομητές που έμεναν στην Αγγλία, την Ελλάδα, την τουρκοκρατούμενη Ανατολή και τις ελληνικές παροικίες της Διασποράς. Γι’ αυτό άλλωστε και η προβολή των ελληνικών ζητημάτων από τον Ξένο στην αγγλική κοινή γνώμη γινόταν –όταν γινόταν- μέσω των αγγλόφωνων δημοσιευμάτων του, κυρίως, μέσω της αρθρογραφίας του στον βρετανικό τύπο. Ουσιαστικά λοιπόν ο Βρεττανικός Αστήρ απέβλεπε στην ικανοποίηση μίας έμμονης και φιλόδοξης ιδέας του Ξένου: να αναδειχθεί σε ένθερμο συνήγορο στον ελληνικό κόσμο των επιτευγμάτων των σύγχρονων κρατών της Δύσης και ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας, στους τομείς των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, του εμπορίου και της οικονομίας, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Ο Ξένος πίστευε ότι με την εξοικείωση των Ελλήνων με τους θεσμούς των δυτικών κοινωνιών θα εξασφαλιζόταν και για την Ελλάδα ο ελεύθερος κοινοβουλευτικός βίος, η κοινωνική πρόοδος, η οικονομική άνοδος, αλλά και η πραγματοποίηση των αλυτρωτικών της στόχων. «Ότε κατά το πρώτον […] ήλθον εις Λονδίνον – αναφέρει ο ίδιος- και ότε ήρχισα να εννοώ την Αγγλικήν, το μεγαλείον του Αγγλικού τύπου ήτο το υπέρ παν άλλο διεγείραν τον θαυμασμόν μου. Τότε […] συνέλαβον την ιδέαν ότι, αν ηδυνάμην να εγκαθιδρύσω και γώ εφημερίδα αντιγράφουσαν τας Κυβερνήσεις της Εσπερίας Ευρώπης, τας ελευθερίας, τους νόμους, την επιτομήν τέλος του πολιτισμού, αποπέμπων αυτήν προς τους εν τη Ανατολή αδελφούς μας, […] αν, λέγω, ηδυνάμην να κατορθώσω τοιούτον όργανον ενταύθα, όπου και μόνον υπάρχουν αι ύλαι της κατασκευής του, είμαι βέβαιος ότι ήθελον τότε διοχετεύσει παρ’ ήμιν όλα εκείνα τα προσόντα δι’ ων οι Άγγλοι ανέδειξαν την Αγγλίαν οποία σήμερον είναι».
Κύριο εμπόδιο προς την εξέλιξη αυτή θεωρούσε ο Ξένος τον βασιλιά Όθωνα και το αυταρχικό πολιτικό σύστημα που αυτός εκπροσωπούσε. Η περιπέτεια μάλιστα του πατέρα του Θεοδώρου Ξένου, που είχε απολυθεί το 1856 από τη θέση του προξένου της Ελλάδας στη Σμύρνη, επειδή είχε κατηγορηθεί από ανώτατους κυβερνητικούς αξιωματούχους της Αθήνας για παραχαράξεις νομισμάτων, προσέδωσε οικογενειακό και προσωπικό χαρακτήρα στην αντίθεσή του με το οθωνικό καθεστώς. Η κριτική πάντως του Ξένου συνδεόταν και με τον γενικότερο αντιμοναρχικό αγώνα, που είχε αρχίσει στην Ελλάδα στις αρχές του 1859 (με αφορμή τη φυλάκιση του ποιητή του Περιπλανωμένου, Αλεξάνδρου Σούτσου), γενικεύτηκε κατά τα δύο επόμενα χρόνια με αλλεπάλληλες αντικαθεστωτικές κινήσεις, συνωμοσίες και αιματηρές εξεγέρσεις, και έληξε με την τελική έξωση του Όθωνα τον Οκτώβριο του 1862. Στο κλίμα αυτό ανήκουν πρώτα το ιδιότυπο δίτομο έργο του Ξένου Η κιβδηλεία (που εκδόθηκε το 1859) και κυρίως, η αντιοθωνική του αρθρογραφία (ανώνυμη πάντοτε) στον Βρεττανικό Αστέρα.
Μαρασμός: ρομαντική γκραβούρα στον «Βρεττανικό Αστήρ» |
Η αντιπολιτευτική του Ξένου δεν ακολούθησε ευθύγραμμη πορεία: Άρχισε με έμμεση ή προσεκτική κριτική του «συστήματος», όπως αποκαλούνταν τότε η οθωνική διακυβέρνηση, συνεχίστηκε με άμεσες κατηγορίες εναντίον του Όθωνα, πέρασε σε μετριοπαθείς και πάλι παραινέσεις προς τις βασιλικές κυβερνήσεις (την «Καμαρίλλα»), για να καταλήξει σε απροκάλυπτες πια επιθέσεις εναντίον του Βαυαρού μονάρχη, του οποίου ζητούσε ή την παραίτηση ή την έξωση. Η κριτική του Ξένου επικεντρωνόταν σε τέσσερα ζητήματα, τα οποία εξάλλου αποτελούσαν ήδη στην Ελλάδα τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινούταν ο συνολικός αντιδυναστικός αγώνας. Στην ουσιαστική έλλειψη συνταγματικών ελευθεριών, στο πρόβλημα της διαδοχής του άκληρου ΄Οθωνα, στην πεισματική του άρνηση να επιτρέψει τη συγκρότηση εθνοφυλακής και στην απομάκρυνση της χώρας από τις δύο δυτικές «προστάτιδες Δυνάμεις», τη Γαλλία και, κυρίως, την Αγγλία. «Τίς έστιν», γράφει στις 30 Αυγούστου 1860 (σε ένα από τα πρώτα του αντιδυναστικά άρθρα), «η Κυβέρνησις της Ελλάδος και το Σύνταγμά της; Ουδείς άλλος ει μη η Αυτού Μεγαλειότης ο Σεβαστός ημών βασιλεύς Όθων […] Η ελληνική κυβέρνησις […] κατέστρεψε και εμηδένισε εις Γαλλίαν και Αγγλίαν την υπόληψιν και το όνομα της Ελλάδος, όπερ διά τόσων θυσιών οι Σατωβριάνοι, Φαβιέροι, Βύρωνες, Άστιγγες, Αμιλτώνες, Στανώπαι, Τρελώναι και Κορδιγκτώνες είχον σχηματίσει […], Η εθνοφυλακή και η διαδοχή, μέριμναι αδιάκοποι παντός αληθούς Έλληνος σήμερον, είναι η μόνη μέριμνα και το μόνον καταθύμιον του Βρεττανικού Αστέρος. Ήθελεν είσθαι η μεγαλειτέρα προδοσία των καθηκόντων μας να σιωπήσωμεν εις τοιαύτην κρίσιν, εις ην έφθασαν τα Ελληνικά πράγματα, όταν μάλιστα οι άλλοι ένεκα του Μενδρεσέ και Γκαρμπολά [εννοεί τις φυλακές, όπου στέλνονταν οι αντιπολιτευόμενοι τον Όθωνα] είναι αναγκασμένοι να σιωπώσιν ήθελεν είσθαι ανάξιον του Βρεττανικού Αστέρος, καθ΄ ην ώραν άλλα έθνη ελευθερούνται [εννοεί την ενοποίηση της Ιταλίας] ημείς να σιωπήσωμεν την οσημέραι βαβαρικήν υποδούλωσιν του Συντάγματος της Ελλάδος».
Η τολμηρή πολιτική αρθρογραφία του Βρεττανικού Αστέρος έγινε αμέσως γνωστή στην Ελλάδα, σ΄αυτό συντέλεσαν και οι αθηναϊκές εφημερίδες. Στις 31 Αυγούστου/12 Μαρτίου ο Αιών, που πρωτοστατούσε στην αντιοθωνική αντιπολίτευση, πρόβαλε με εγκωμιαστικά σχόλια το περιεχόμενο του άρθρου του Ξένου της 20ής Αυγούστου. Λίγες μέρες αργότερα η Ελπίς αποδοκίμασε τη σκληρή αντιδυναστική στάση του Βρεττανικού Αστέρος, προκαλώντας όμως νέα συνηγορία του Αιώνος. Από την πλευρά του ο Ξένος, προφανώς ενθαρρυμένος από την απήχηση των άρθρων του στην ελληνική πρωτεύουσα, επανήλθε δριμύτερος και, παίρνοντας αφορμή από τις διώξεις τεσσάρων δημοσιογράφων στην Αθήνα, προχώρησε ακόμα περισσότερο, καλώντας έμμεσα τους Έλληνες -με άρθρο του της 20ής Σεπτεμβρίου 1860- σε εξέγερση εναντίον της οθωνικής εξουσίας, του «συστήματος»: «Εάν λοιπόν παραδεχθώμεν», γράφει, «[…] ότι βάσκανος Μοίρα έθεσεν τον Έλληνα και την Κυβέρνησίν του εις ασυμβίβαστον αντίφασιν, αν παραδεχθώμεν ότι πολίται Έλληνες έσωσαν κατά καιρούς την Ελλάδα, οσάκις η Κυβέρνησίς της την ώθει προς τον κρημνόν, αν παραδεχθώμεν ότι οσάκις εις την Ελλάδα ανεφάνη Πεισίστρατός τις, πάντοτε ευρέθησαν Αρμόδιοι δι΄ αυτόν δέκα, το ζήτημα απλοποιηθέν άγεται εις το επόμενον: ότι οι Έλληνες, οι εντός και εκτός της Ελλάδος Έλληνες, πρέπει και αύθις, και ίσως διά τελευταίαν φοράν, να φροντίσωσι περί του μέλλοντος της Πατρίδος […].΄Εφθασεν η ώρα καθ΄ ην οι ΄Ελληνες οφείλουν να θεραπεύσουν μόνοι των το κακόν […]».
Κιρκάσσια οικογένεια: άλλο ένα τυπογραφικό κόσμημα της εφημερίδας |
Στα άρθρα και σχόλια που ακολούθησαν η εφημερίδα δε σταμάτησε να κατηγορεί τους συνεργάτες του Βαυαρού μονάρχη για τη φαλκίδευση του Συντάγματος, την άρνησή τους να συστήσουν την πολυσυζητημένη εθνοφυλακή και, κυρίως, τις συνεχείς διώξεις φιλελεύθερων δημοσιογράφων και λογοτεχνών. Παρ΄ όλα αυτά, στα φύλλα που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 1860 και στους πρώτους μήνες του 1861 είναι φανερή η μείωση –σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο- του αριθμού και κυρίως της οξύτητας των αντιπολιτευτικών άρθρων του Ξένου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του Όθωνα.
Στην εξέλιξη αυτή συντέλεσαν, νομίζω, οι εξής παράγοντες: Η πτώση καταρχήν, για αρκετά μεγάλο διάστημα, του αντιδυναστικού πυρετού στην Ελλάδα μετά τη διάλυση της Βουλής, το Νοέμβριο του 1860, και την προκήρυξη εκλογών. Η κατάσταση άλλαξε βέβαια μετά τις νέες αντιπαραθέσεις που σημειώθηκαν κατά την προεκλογική περίοδο: Η νοθεία, η βία και η φοβία που επικράτησαν κατά τις εκλογές εκείνες –που, ας σημειωθεί, κράτησαν από το Δεκέμβριο του 1860 ως τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου αναδεικνύοντας και πάλι «νικήτρια» τη φιλοβασιλική παράταξη– προκάλεσαν έξαρση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους φιλοβασιλικούς και τους συνταγματικούς και, όπως ήταν επόμενο, και την επανεμφάνιση της σκληρής αρθρογραφίας του Ξένου εναντίον του Όθωνα: «[…] Ερωτώμεν», γράφει στις 13 Μαρτίου 1861, «ποίος αληθής Έλλην, ποίος το ελάχιστον αγαπών την πατρίδα […] δεν είναι πεπεισμένος την σήμερον […] ότι η αθλία κατάστασίς της, το σφαγιασθέν μέλλον της, η μηδενισθείσα εις την Ευρώπην νέα ιστορία της, το ζωντανόν ναυάγιόν μας χρεωστούνται εις μόνον τον ηγεμόνα της Ελλάδος, εις τον ΄Οθωνα;» Άλλος ένας λόγος ήταν, κατά τη γνώμη μου, οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν μεταξύ των συνδρομητών του Βρεττανικού Αστέρος για την οξύτητα των επιθέσεών του εναντίον του βασιλιά (κυρίως στην ελληνική παροικία του Manchester και στη Βραϊλα της Ρουμανίας). Παρά τα ειρωνικά σχόλια του Ξένου για την έκταση των αντιδράσεων αυτών (τις οποίες μάλιστα απέδιδε σε πληρωμένη προπαγάνδα της ελληνικής κυβέρνησης), οι δημοσιευόμενες σχετικές επιστολές αναγνωστών στον Βρεττανικό Αστέρα δείχνουν ότι το ζήτημα δεν ήταν τόσο αμελητέο όσο εμφανιζόταν στις στήλες του. Οι δυσκολίες εξάλλου που άρχισε να αντιμετωπίζει η κυκλοφορία της εφημερίδας στην Ελλάδα, εξαιτίας των αντιδράσεων των ελληνικών αρχών, έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους. Στις αρχές Οκτωβρίου 1860 π.χ. κατασχέθηκαν, με εντολή του εισαγγελέα, τα φύλλα που είχαν σταλεί στον Πειραιά, αφού όμως η εφημερίδα είχε κυκλοφορήσει στην Αθήνα. Μερικές μέρες αργότερα σημειώθηκε στην Αθήνα νέα κατάσχεση όλων των φύλλων της εφημερίδας. Το γεγονός αυτό ανάγκασε πια τον Ξένο να απευθυνθεί, ως Βρετανός υπήκοος, στις 5 Νοεμβρίου στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών λόρδο John Russel (1792-1878), ζητώντας την παρέμβασή του για την ελεύθερη διακίνηση στην Ελλάδα ενός νόμιμα κατοχυρωμένου βρετανικού εντύπου. Ακολούθησαν και άλλες κατασχέσεις στον επόμενο χρόνο, αλλά και διώξεις του αντιπροσώπου της εφημερίδας στην Αθήνα και τον Πειραιά, γεγονός που ανάγκασε τον Ξένο να στέλνει τον Βρεττανικό Αστέρα στην Ελλάδα κρυφά, άλλοτε σε φακέλους επιστολών με την κανονική αλληλογραφία και άλλοτε λαθραία, μέσω Παρισιού, Μάλτας ή Κωνσταντινούπολης.
Το φάσμα των διώξεων αυτών και των ζημιών, που αυτές προκαλούσαν στον εκδότη του, τον ανάγκασαν να καθιερώσει από τις αρχές Ιουλίου του 1861 την ταυτόχρονη έκδοση, αλλά σε ένθετα φυλλάδια στην κύρια εφημερίδα και με χωριστή σελιδαρίθμηση, των Πολιτικών Παραρτημάτων. Στα Παραρτήματα αυτά πέρασε ουσιαστικά όλα τα πολιτικού περιεχομένου κείμενα ανάμεσά τους και αυτά που αφορούσαν τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Πάντως και στα Παραρτήματα τα αντιπολιτευτικά άρθρα του Ξένου εμφανίζονται επίσης περιορισμένα σε αριθμό και μετριοπαθέστερα στη φρασεολογία τους. Η σαφής μείωση του αντιοθωνικού πάθους του Ξένου θα πρέπει μάλλον να επηρεάστηκε και από τη νέα ύφεση που σημειώθηκε στον αντιδυναστικό πυρετό στην Ελλάδα. Η ύφεση αυτή οφειλόταν στη συμπάθεια που προκάλεσε για βασιλικό ζεύγος η απόπειρα δολοφονίας της βασίλισσας Αμαλίας στις 6/19 Σεπτεμβρίου 1861. Ο Ξένος μάλιστα αφιέρωσε στο γεγονός αυτό δύο κύρια άρθρα του Παραρτήματος, στα οποία καταδίκαζε με έντονο τρόπο την απόπειρα «κατά του ιερού ατόμου της σεπτής ημών Ανάσσης Αμαλίας» υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι «παρήλθον οι χρόνοι των Αρμοδίων και των Βρούτων» -προφανώς αντιφάσκοντας με όσα είχε γράφει για την τυραννοκτονία πριν από έναν ακριβώς χρόνο στην ίδια εφημερίδα. Αλλά φαίνεται ότι και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε -στέλνοντας στο Λονδίνο ειδικό απεσταλμένο (τον Βαρότση, διερμηνέα λίγο αργότερα της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη)- να κατευνάσει τον συντάκτη του Βρεττανικού Αστέρος, δελεάζοντάς τον (όπως λέει ο ίδιος) με αξιώματα και διορισμούς (honours, appointments). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι από τις αρχές του 1861 την προσοχή του Ξένου είχε αρχίσει να προσελκύει ένα άλλο ζήτημα, που, κατά την αντίληψή του, αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη εθνική σημασία: η αναζωπύρωση του ενωτικού προβλήματος της Επτανήσου.
Διαφημίσεις οπισθόφυλλου: η αλοιφή του Holloway και τα βοτανικά σκευάσματα Rowland. |
Η ανθελληνική θέση του άγγλου βουλευτή Λαγιάρδου (Layard) για τα Επτάνησα προκάλεσε την έντονη αντίδραση του «Βρεττανικού Αστέρος» |
Ο Ξένος θεωρούσε ότι οι αποστάσεις που κρατούσε ο Όθωνας από την αγγλική πολιτική, αποτελούσαν εμπόδιο στην ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. |
Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη στάση του Ξένου, ήταν η αντιοθωνική εξέγερση του Ναυπλίου στις 1/12 Φεβρουαρίου 1862 και των Κυκλάδων ένα μήνα αργότερα. Ήταν πια αναπόφευκτο τα δραματικά εκείνα γεγονότα να μην αφήσουν τον Ξένο να εξακολουθήσει την τακτική των χαμηλών τόνων. Επανέφερε λοιπόν και πάλι με πάθος το ελληνικό πολιτικό ζήτημα στα κύρια άρθρα των Παραρτημάτων του, καταδικάζοντας αρχικά μόνο το βασιλικό «υπουργείον», αλλά στη συνέχεια κα τον ίδιο τον ΄Οθωνα του οποίου μάλιστα ζητούσε τώρα την παραίτηση. «Αν ήναι δυνατόν ποτέ», γράφει στις 3 Απριλίου 1862 σε κύριο άρθρο του, «ηγεμών απολέσας πάσαν εν τω εξωτερικώ υπόληψιν, οικτειρόμενος και κωμωδούμενος πανταχόθεν, τώρα ότε και τας χείρας εις το αίμα ημών έβαψε[…], αν ήναι δυνατόν, λέγομεν, να εξαγάγη την Ελλάδα εκ των δυσκολιών, εις ας την περιέπλεξεν, πολλώ δε μάλλον να την μεγαλώση […]. Πάντα όσα κακά ηδύνατο να ενσκήψωσιν εις εν αρτισύστατον έθνος και οπισθοδρομήσωσι τούτο πεντήκοντα τουλάχιστον ενιαυτούς του σταδίου του, αθρόα η Μεγαλειότης του μας τα επιδαψείλευσεν. Ας ίδωμεν μέχρι τίνος η Ελλάς άκουσα θα φέρη επί των νώτων αυτής τοιούτον αναβάτην και μέχρι τίνος θα υπάρχωσιν άνθρωποι ονομαζόμενοι Έλληνες την αναβάθραν κρατούντες». Και ενώ στην αρχή ο Ξένος αντιμετώπιζε τους στασιαστές με κάποια περίσκεψη –ως αναπόφευκτο δεινό εξαιτίας της «βαυαρικής τυραννίδος» - στη συνέχεια ανακηρύχτηκε ένθερμος συνήγορός τους, δημοσιεύοντας στην εφημερίδα του ενθουσιώδεις προτροπές για τη συνέχιση της άμυνας του Ναυπλίου και του αντιμοναρχικού αγώνα. Η επικράτηση του ΄Οθωνα δε μετρίασε το αντιδυναστικό περιεχόμενο του Βρεττανικού Αστέρος, ο οποίος άλλωστε, «μη αξιωθείς της βασιλικής χάριτος», παρέμεινε «αναμνήστευτος» και σχεδόν απαγορευμένος στην Ελλάδα.
Αλλά σύντομα η αντιπαράθεση του Ξένου με το οθωνικό καθεστώς θα πάρει ευρύτερες διαστάσεις, τη φορά αυτή διπλωματικές. Σύμφωνα με όσα κατήγγειλε ο ίδιος, με ενέργειες της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα του ΄Ελληνα διερμηνέα της Βαρότση, η οθωμανική κυβέρνηση πείστηκε ότι ο Βρεττανικός Αστήρ δεν καταφερόταν μόνο εναντίον του Βασιλιά της Ελλάδας, αλλά και του σουλτάνου, προσπαθώντας μάλιστα να προκαλέσει εξέγερση των χριστιανών υπηκόων του. Η Υψηλή Πύλη, που δε θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη από τον τρόπο με τον οποίο ο Ξένος παρουσίαζε και στη δική του και σε αγγλικές εφημερίδες –για να μην αναφερθούμε στα μυθιστορήματά του– την εικόνα της Τουρκίας, ζήτησε, με «νότα» του μεγάλου βεζίρη Αli Pasha της 17ης Απριλίου 1862 προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, τη διακοπή της κυκλοφορίας του Βρεττανικού Αστέρος που γινόταν μέσω του αγγλικού ταχυδρομείου στην οθωμανική επικράτεια, αλλά και την παράδοση στις οθωμανικές αρχές όλων των διαθέσιμων αντιτύπων του. Το αίτημα της Πύλης προωθήθηκε με εντυπωσιακή ταχύτητα.
Λόγω του κίνδυνου κατάσχεσης, ο «Βρεττανικός Αστήρ» στελνόταν στην Ελλάδα κρυφά, άλλοτε σε φακέλους επιστολών, άλλοτε λαθραία. |
Η «νότα» διαβιβάστηκε την επόμενη μέρα με τηλεγράφημα του Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολή Sir Henry Bulwer προς το Foreign Office το οποίο έσπευσε στις 19 κιόλας Απριλίου 1862 να ζητήσει τη σχετική γνωμάτευση της Διεύθυνσης Ταχυδρομείων. Απαντώντας δυο μέρες αργότερα (21 Απριλίου) ο Post Master General, παρ΄ όλο που θεώρησε το ζήτημα «peculiar and without precedent» εισηγήθηκε την απαγκίστρωση του ταχυδρομικού γραφείου της οθωμανικής πρωτεύουσας από υποχρέωση για διανομή της εφημερίδας, αλλά συνέστησε να μην παραδοθούν στις τουρκικές αρχές και τα εναπομένοντα εκεί φύλλα της. Με τη σειρά του το Foreign Office έσπευσε στις 30 Απριλίου να δώσει εντολή στη γενική διεύθυνση των Ταχυδρομείων να σταματήσει αμέσως τη μεταφορά της εφημερίδας αυτής στην Κωνσταντινούπολη, παραγγέλοντας στον προϊστάμενο της βρετανικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην που είχε ακόμα στη οθωμανική πρωτεύουσα να επιστρέψει πίσω στην Αγγλία όλα τα αντίτυπά της που είχε ακόμα στη διάθεσή του.
Γνωρίζοντας ο Ξένος ότι η απαγόρευση της κυκλοφορίας της εφημερίδας του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (όπου διέθετε τους περισσότερους και πιο ενθουσιώδεις συνδρομητές) ισοδυναμούσε με το θάνατό της, αποδύθηκε σε έναν πεισματικό, απελπισμένο αγώνα να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση να αλλάξει την απόφασή της, υπογραμμίζοντας ότι δεν είχε δημοσιεύσει ποτέ στον Βρεττανικό Αστέρα οποιοδήποτε κείμενο που να παρακινούσε σε εξέγερση τους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον του σουλτάνου (πράγμα εξάλλου που ανταποκρινόταν και στην πραγματικότητα). Στην άρvηση του Foreign Office να ανταποκριθεί στο αίτημά του, αντιπρότεινε στο αίτημά του, -με αλλεπάλληλα έγγραφά του προς τον Russel– να επιτραπεί τουλάχιστον η κυκλοφορία του κυρίου σώματος της εφημερίδας του (που, όπως είπαμε, είχε φιλολογικό επιστημονικό περιεχόμενο), χωρίς τα επίμαχα Πολιτικά Παραρτήματά της. Παράλληλα, εξασφάλισε την υποστήριξη αρκετών βρετανικών εφημερίδων (της Morning Star, της Sun, και ως ένα βαθμό και των Times του Λονδίνου, αλλά και μερικών επαρχιακών φύλλων), και, το σημαντικότερο, μερικών προσωπικοτήτων της βρετανικής πολιτικής ζωής, γεγονός που δείχνει ότι στα 14 χρόνια που ο Ξένος βρισκόταν στην Αγγλία είχε καταφέρει να αποκτήσει αρκετά σημαντικές διασυνδέσεις στο χώρο του τύπου και της πολιτικής. Στις 20 Ιουνίου 1862 ο ΄Αγγλος βουλευτής I.F. McGuire έφερε το ζήτημα στη Βουλή των Κοινοτήτων. Στην εκτενή συζήτηση -που εξελίχθηκε τελικά σε αναμέτρηση ανάμεσα στον φιλέλληνα McGuire και τον αρμόδιο υφυπουργό Εξωτερικών και δεδηλωμένο φίλο των Οθωμανών Sir Austin Henry Layard (1817-1894)- συμμετείχαν και αρκετοί βουλευτές, ο Benjamin Disraeli και ο τότε πρωθυπουργός λόρδος Palmerstone. O McGuire, συνεπικουρούμενος και από τον βουλευτή Bright, αμφισβήτησε τα επιχειρήματα του Foreign Office, υποστηρίζοντας ότι την ευθύνη για απαγόρευση του Βρεττανικού Αστέρος δεν την είχε μόνο η Υψηλή Πύλη, αλλά κυρίως η βρετανική κυβέρνηση. Υπαινίχτηκε μάλιστα ότι αποφασιστικότερο ίσως ρόλο στην εξαρχής αρνητική στάση του υφυπουργού Εξωτερικών έπαιξε το γεγονός ότι ο Ξένος, σε αλλεπάλληλα άρθρα του στον Βρεττανικό Αστέρα, είχε δείξει, και μάλιστα με αρκετά σοβαρά επιχειρήματα, ότι το κυοφορούμενο τότε νέο αγγλικό δάνειο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία δε θα εξυπηρετούσε τις χρόνιες αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας, αλλά ουσιαστικά ορισμένους κύκλους του και της Κωνσταντινούπολης. Ανάμεσα στους πρώτους ανήκε, σύμφωνα με τους υπαινιγμούς McGuire (που τους είχε άλλωστε παρουσιάσει ήδη η Morning Star) και ο Layard, μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της Οθωμανικής Τράπεζας και σταθερός μέτοχός της.
Ο Βόσπορος σε γκραβούρα του «Βρεττανικού Αστέρος» |
Οικογένεια μαύρων εν Βραζιλία: στην αρθρογραφία του, ο «Βρεττανικός Αστήρ» δεν κρύβει τη φρίκη της δουλείας |
Πάντως, η διακοπή της κυκλοφορίας του Βρεττανικού Αστέρος δεν έσβησε εντελώς τις δημοσιογραφικές φιλοδοξίες του Ξένου. Το καλοκαίρι του 1862 άρχισε να ετοιμάζεται για την έκδοση ενός νέου φύλλου, με παρόμοιο τίτλο (Ο Βρετανικός Φωστήρ), την ίδια μορφή και το αντίστοιχο αναγνωστικό κοινό. Αλλά όταν προσπάθησε να αποσπάσει από το Foreign Office την υπόσχεση ότι η Βρετανική κυβέρνηση δε θα εναντιωνόταν στην αποστολή στην Τουρκία -μέσω του Βρετανικού πρακτορείου- της νέας εφημερίδας, ο Layard τον παρέπεμψε συνοπτικά στον Βρετανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, ακυρώνοντας ουσιαστικά εκ των προτέρων οποιαδήποτε προοπτική αλλαγής της ως τώρα τακτικής της κυβέρνησής του. Και μολονότι ο Ξένος άρχισε την προεγγραφή συνδρομητών για τον Βρεττανικόν Φωστήρα, δεν τόλμησε τελικά να προχωρήσει στην έκδοσή του. Έτσι, περιορίστηκε στην κυκλοφορία δύο «΄Εκτακτών Παραρτημάτων» του Βρεττανικού Αστέρος. Το πρώτο (της 18ης Οκτωβρίου 1862) αφιερώθηκε και πάλι στις αντιοθωνικές εκδηλώσεις στην Αθήνα το δεύτερο –και το τελευταίο (της 3ης Νοεμβρίου 1862) – αφιερώθηκε εξολοκλήρου στην παραίτηση του ΄Οθωνα και στη φυγή του από την Ελλάδα. Από πικρή λοιπόν ειρωνεία της τύχης, ο Βρεταννικός Αστήρ που είχε ανατείλει βάζοντας ως στόχο την πτώση του Βαυαρού μονάρχη και του «συστήματός» του, έδυσε αναγγέλλοντας πανηγυρικά στους αναγνώστες του και το οριστικό τέλος της Βασιλείας του Όθωνα.
Ο Βρεταννικός Αστήρ βέβαια θα εμφανιστεί και πάλι, είκοσι εννιά χρόνια αργότερα, με την επανέκδοσή του στην Αθήνα από το φθινόπωρο του 1891 ως την άνοιξη του 1892. Αλλά, με νέα μορφή, διαφορετικό περιεχόμενο και νέο χαρακτήρα. Η επανέκδοσή του όμως αυτή αποτελεί μιαν άλλη ιστορία.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, προέρχονται από την εφημερίδα του Στεφάνου Ξένου «Βρεττανικός Αστήρ».